τυραννοκτονήσοντας

τυραννοκτονήσοντας
τυραννοκτονέω
slay a tyrant
fut part act masc acc pl

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Look at other dictionaries:

  • συναποστενώ — όω, Α 1. στενεύω επί πλέον, στενοχωρώ, στρυμώχνω επί πλέον 2. (κατ επέκτ.) μειώνω, ελαττώνω σε αριθμό («συναποστενώσας καὶ τοὺς τυραννοκτονήσοντας», Λιβάν.). [ΕΤΥΜΟΛ. < συν * + ἀποστενῶ «στενεύω»] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”